Επιλέγω πάντα να ξεκινάω γράφοντας τον τίτλο στα κείμενα που θέλω να ξετυλίξω προσωπικές εμπειρίες. Όταν έχεις βιώσει κάτι έχει αυτό ωριμάσει μέσα σου οπότε μπορείς με λίγα λόγια να το αποδώσεις .Γράφοντας λοιπόν τον τίτλο για τον Mythical σκέφτηκα πως θα μπορούσα να σταματήσω μόνο σε αυτό. Τα λίγα λόγια πολλές φορές είναι παραπάνω από τα λίγα. Όμως το να γράψω αναλυτικά ότι βίωσα θα με βοηθήσει να βουτήξω ξανά μέσα στο νου, να βλέπω εμένα ξανά να ταξιδεύω και να βιώνω νοητά στιγμές δυνατές και ίσως δω λάθη και σωστά με πιο ξεκάθαρη ματιά .
Ήταν πρώτη Ιουλίου 2016 όταν είχα για πρώτη φορά τολμήσει να σταθώ στην γραμμή εκκίνησης του απαιτητικού αγώνα Olympus Mythical Trail. Ως παθιασμένη ταξιδιώτισσα και δρομέας μεγάλων αποστάσεων, αναζητώντας ξεχωριστές δρομικές εμπειρίες (όχι απαραίτητα αγωνιστικές) με ενθουσίαζε η ιδέα να συμμετάσχω σε έναν αγώνα 100 χιλιομέτρων στον Όλυμπο. Το θεώρησα άκρως ελκυστικό να ζήσω από κοντά πόσο αλήθεια κρύβεται πίσω από ότι είχα ακούσει για την δυσκολία και τη ασφάλεια σε έναν αγώνα στο «βουνό των θεών». Ο αγώνας τότε είχε πολύ δύσκολη εξέλιξη, με χαλάζι το οποίο με ανάγκασε να μείνω με υποθερμία αρκετή ώρα εκτός η εξέλιξη ήταν τελικά να τερματίσω μόλις 3 λεπτά πριν την λήξη του χρονικού ορίου. Θυμάμαι τότε είχα πει σε δικούς μου ανθρώπους πως αυτός ο αγώνας δεν είναι για εμένα πως είναι πολύ σκληρότερος από ότι αντέχω, πως ΟΚ τον τερμάτισα αλλά δεν θα ξαναπάω.
30 Ιουνίου 2017. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που και πάλι με φέρνει στην γραμμή εκκίνησης του Olympus Mythical Trail. Μάλλον ο νους υποκύπτει στην ανάγκη μου να βιώσω πάλι τον πόνο που θα με κάνει να επαναπροσδιοριστώ ως δυνατή .Ο Mythical είναι για εμένα μια υπερβατική εμπειρία. Η εκκίνηση γινόταν στις 5 το απόγευμα στον Αη-Γιάννη, ένα πάρκο-δάσος κάπου έξω απ το Λιτόχωρο. Θεωρώ το σημείο εκκίνησης του Mythical είναι ένα σημείο αντάξιο της φιλοσοφίας του αγώνα που σε βοηθάει να νιώσεις την ηρεμία που χρειάζεται κάποιος στην εκκίνηση ενός τόσο σημαντικού αγώνα, τη φιλοξενία αλλά και τη γαλήνη που με σεβασμό θα αγκαλιάζει φτάνοντας στον τερματισμό, τα συναισθήματα που θα κουβαλάς μαζί με την ιστορία που έζησες περιπλανώμενος για αρκετές ώρες, δίνοντας μάχη με εσένα τον ίδιο. Η ώρα πλησίαζε κι όλοι οι αθλητές μαζευόντουσαν μπροστά στην αψίδα, κάποιες τελευταίες φωτογραφίες, αγκαλιές, φιλιά με αγαπημένα πρόσωπα, γέμιζαν τα τελευταία λεπτά που θα συνόδευαν την σκέψη στο ταξίδι των 100χλμ. Καιρικές συνθήκες καύσωνα, αφόρητη ζέστη .Τα δελτία καιρού είχαν προβλέψει καύσωνα για όλο το τριήμερο.
Με το 3-2-1 ξεχυθήκαμε να προλάβουμε μια θέση στο μονοπάτι που λίγο μετά ξεκινούσε. Πάντα φεύγω όπως σε αγώνα 20χλμ αγαπώ να έχω την χαρά να βρίσκομαι στα πρώτα χιλ δίπλα σε αθλητές σπουδαίους. Άλλωστε το να μην τρέχεις πιο γρήγορα στην αρχή της διαδρομής είναι το ίδιο λάθος με το να τρέχεις πιο σιγά ,θέλω να αγωνίζομαι όσο μπορώ δυνατά από την αρχή, να δίνω αγώνα ως να τελειώσω και ύστερα ας με σύρει η ψυχή -και το θέλω- ως το τέρμα. Ο Όλυμπος δεν είναι ένα βουνό ανθρώπινο είναι βουνό των θεών, θα φροντίσει λοιπόν από τα πρώτα χιλιόμετρα να σου επιβληθεί.
Τα μονοπάτια του κόβουν ανάσες σε συνδυασμό με την ζέστη που επικρατούσε την ημέρα εκείνη στον Όλυμπο θα έλεγα δεν σου άφηνε οξυγόνο. Στα 10 πρώτα χιλιόμετρα μέχρι το Λιβαδάκι μάζεψα 1500 υψομετρική. Ρούφαγα το χιλιόμετρο αλλά με ρούφαγε κι αυτό την ίδια ώρα. Στράγγισα, μα το πάθος να φτάσω Λιβαδάκι δεν με άφηνε να νιώσω τίποτα μόνο τον φίλο συναθλητή Αχιλλέα Χριστάνα, τον πρώτο νικητή αυτού του αγώνα το 2012, ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε προσφερθεί να κάνει λήψεις του αγώνα με κάμερα. Τον είχα αρκετά συχνά δίπλα μου και έτσι έγινε πιο διασκεδαστικός ο αγώνας μου έως και τα 18χλμ στα Πριόνια. Εκεί υπήρχε σταθμός. Έφαγα, έριξα νερό παντού επάνω μου και έφυγα μέσα στον Ενιπέα, 14χλμ έως το Λιτόχωρο.
Η μέρα είχε φύγει, το σκοτάδι απλώθηκε και η ζέστη πλημμύριζε, έπνιγε, τα μονοπάτια της ρεματιάς του Ενιπέα. Ο φακός ήταν πιά απαραίτητος, τώρα τα μάτια έπρεπε να εστιάζουν πιο συγκεντρωμένα μπροστά στα βήματα μου. Μέσα στα μονοπάτια του Ενιπέα αρχίσαμε να βρισκόμαστε αθλητές που πριν είχαμε κάποια απόσταση νωρίτερα! Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ… Αφυδάτωση, ήταν αυτό που σίγουρα είχε συμβεί σε όλους, είναι αυτό που ενώ πίνεις νερό το σώμα δεν ενυδατώνεται, δεν μπορώ να το εξηγήσω και σίγουρα προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι. Κάποιοι έδιναν σε εμένα ενθάρρυνση σε κάποιους εγώ. Έτσι είναι αυτοί οι αγώνες, αν πραγματικά θέλεις να αλλάξεις την κατάσταση πρέπει πρώτα να αλλάξεις το μυαλό σου!
Ποτέ δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, όταν βρίσκεται σε δύσκολες καταστάσεις. Γι’ αυτό τον λόγο είχα προβλέψει πως αν συμβεί κάτι τέτοιο πλησιάζοντας στο Λιτόχωρο, ότι και να νιώσω, όσο και να θέλω να τα παρατήσω δεν θα το επιτρέψω να συμβεί. Θα είμαι απλά ένα ρομπότ που εκτελεί τις εντολές του. Έφτασα λοιπόν κι εγώ στο Λιτόχωρο (χλμ-31). Σταθμός ανεφοδιασμού. Κόσμος παντού, φωνές, φώτα, γέλια, πρόσωπα γνωστά και άγνωστα και τα δικά μου μάτια προσπαθούσαν να προσαρμοστούν μετά από τόση ώρα σκυμμένα με ένα φακό να χτυπά εμπρός τους. Πέρυσι, εδώ ήταν που ήθελα να εγκαταλείψω, όμως φέτος ήξερα την παγίδα. Ο σταθμός «Λιτόχωρο» είναι μια παγίδα! Αρνήθηκα να με επηρεάσει η κακιά στιγμή, η κούραση. Ο φόβος είναι εμπόδιο και κακός σύμβουλος. Έπεισα τον εαυτό μου πως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση. Καθόμουν και έτρωγα καρπούζι σε μια πλαστική καρέκλα και ένιωσα σαν να μύριζα δίπλα μου την αποτυχία. Σηκώθηκα σαστισμένη και έτρεξα να φύγω. Την άφησα να μείνει εκεί, καθώς εγώ θα συνέχιζα για τον επόμενο σταθμό, το Σταυρό. Αυτή η εικόνα της αποτυχίας με έκανε να προσπαθήσω πιο σκληρά. Προσπάθησα να μεταπείσω και κάποιους συναθλητές μου που είχαν αποφασίσει να εγκαταλείψουν, ότι έπρεπε να συνεχίσουν. Κάποιοι ακολούθησαν, κάποιους τους σαγήνευσε το Λιτόχωρο, τα φώτα και οι άνθρωποι κι έμειναν εκεί…
Φεύγοντας από κει θα αντιμετώπιζες μόνο ανήφορους, για 30 χιλιόμετρα! Η ώρα ήταν μεσάνυχτα, οπότε τα επόμενα 30 χιλιόμετρα θα ήταν στα σκοτάδια, σε ανηφορικά μονοπάτια. Η ζέστη σου έκλεβε το οξυγόνο, κανένας σύμμαχος στον αγώνα, όλα ήταν για να σε σπρώξουν να τα παρατήσεις. Πήρα το μονοπάτι για τον Σταυρό. Πέντε χιλιόμετρα χρειάζονταν για να φτάσω μέχρι εκεί, στον επόμενο σταθμό, βήμα στο βήμα όμως πάλευα να μαζέψω αυτά τα χιλιόμετρα, σ έναν απίστευτο, καυτό ανήφορο! Ήμουν όμως χαρούμενη που είχα φύγει απ΄ το Λιτόχωρο και συνέχιζα παρά τις δύσκολες συνθήκες. Και μόνο που συνέχιζα τώρα, αυτό μου έδινε δύναμη. Σε λίγο βγήκα στο δρόμο, φτάνοντας στο καταφύγιο του Σταυρού. Εδώ λοιπόν είναι ο κομβικός σταθμός, ο «Σταυρός» μετά από 36 χιλιόμετρα αγώνα. Εδώ με περίμενε το drop-bag, θα είχε φαγητό και λεωφορείο για να φύγεις, αν αποφάσιζες να εγκαταλείψεις. Εδώ άλλη μια ψυχολογική μάχη με την πρόκληση να βγεις από το μαρτύριο της ζέστης εγκαταλείποντας την μάχη.
Είχα διανύσει μόνο 36χλμ και ένιωθα την ζάλη που νιώθω στα 80χλμ, τόση ήταν η εξάντληση, ευτυχώς ακόμη δεν είχα κάποιο στομαχικό σύμπτωμα. Πλησίασα στο φως από το καταφύγιο, κόσμος, φασαρία, με δυσκολία ανέβαινα την σκάλα με τα λιγοστά σκαλοπάτια. Πλησίασα στο τραπέζι να ανεφοδιαστώ. Η Ντορίνα πρόθυμη μου γέμισε νερό και μου έδωσε το drop-bag άλλαξα παπούτσια …ήθελα να κλάψω, όμως δεν έμεινα εκεί. Έφυγα, μπήκα στο μονοπάτι για Κορομηλιά…
Το σαπορτ μου σε όλους τους αγώνες Σταυρεανα.Μοναδικη.
Συνέχισα την αργή πορεία, μετρούσα χιλιόμετρο και έπεφτα στο χώμα προσπαθώντας να πάρω ανάσα, σαν να μην έπαιρνα οξυγόνο. Πάλευα έτσι… Συνέχισα με πολύ αργό ρυθμό μέσα στο σκοτάδι για τον επόμενο σταθμό, αυτόν της Κορομηλιάς, στο 45ο χιλιόμετρο. Βήμα στο βήμα! Όσο και να θέλω, είναι δύσκολο να μεταφέρω τη δύσκολη θέση στην οποία είχα βρεθεί. Ήξερα όμως ότι πια είχα μπει στο μονόδρομο που ήθελα τώρα δεν υπήρχε παρά μόνο το μπροστά! Σημεία εγκατάλειψης που θα φύγεις ακούραστα, τέλος!!! Δεν υπήρχε αυτός ο πειρασμός πια. Τώρα θα έπρεπε να έχεις σοβαρό πρόβλημα για να τα παρατήσεις!
Βγαίνοντας στην Κορομηλιά τίποτα δεν θύμιζε τον περσινό σταθμό, καθώς το καταφύγιο δεν λειτουργούσε, εθελοντές όμως βρίσκονταν εκεί για να δώσουν ότι χρειάζεται κάποιος. Έπεσα χάμω και έφτιαξα ένα καφέ έσβησα τον φακό μου και για 10′ δεν μίλαγα. Έπειτα σηκώθηκα και με την σκέψη στον επόμενο σταθμό πορεύτηκα και πάλι σε ανήφορους, 5χλμ για να φτάσω στην Πετρόστρουγκα. Μόνο πέντε χιλιόμετρα, όμως δεν μαζεύονταν! Ξαναμετρούσα ένα χιλιόμετρο και ξάπλωνα καταγής και πάλι. Συναθλητές που με περνούσαν, ρωτούσαν αν είμαι καλά, όχι πως οι ίδιοι ήταν καλύτερα, αλλά να, είναι που ένιωθαν το ίδιο. Θαύμαζα το πείσμα σε όλες τις ηλικίες. Έτσι είναι, πείσμα να μην επιτρέπεις σε τίποτα να σου θέτει όρια σε αυτό που αποφάσισες να κάνεις.
Ξαφνικά βλέπω νεαρά παιδιά, συναθλητές να κατεβαίνουν αντίθετα την διαδρομή! «Γιατί;» ρωτούσα, «τι συμβαίνει;» Τους έβλεπα καλά, οπότε απέρριψα την περίπτωση για κάτι που έχει να κάνει με ζήτημα υγείας. «Δεν προλαβαίνουμε χρονικά» μου απάντησαν. Τώρα εγώ αγχώθηκα! Μα πως γίνεται; Το ρολόι μου το είχα σβήσει διότι δεν ήθελα να βλέπω πόσο αργά πηγαίνω. Όμως ήμουν σίγουρη πως δεν μπορεί να έχω αργήσει τόσο. Κάποιοι συναθλητές με καθησύχασαν και μου είπαν πως είμαστε καλά χρονικά. Όμως από εκείνη την στιγμή πίεσα περισσότερο προκειμένου να φτάσω Πετρόστρουγκα. Και έφτασα! Το στομάχι όμως πιέστηκε και τώρα πια ήμουν στο έλεος του Δία… Κάθισα στο σταθμό και προσπάθησα να ενημερωθώ για το τι γίνεται στον αγώνα. Ένας χαμός! Το 50% των αθλητών είχε εγκαταλείψει, οι περισσότεροι στο Λιτόχωρο. Η μέρα είχε φέξει απ την ανατολή και ο σε λίγο ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει απ τον ορίζοντα, μαζί του κι η τρελή θερμοκρασία του καύσωνα.
Ήμουν στ΄ αλήθεια πολύ χάλια. Σηκώθηκα… Δεν θα μιλήσω για τους πόνους στο σώμα, που αυτοί είναι αναμενόμενοι, όμως η ζάλη, η αδυναμία, αυτά ήταν πολύ έντονα και μπροστά μου είχα ακόμη ανηφόρα, που σημαίνει πίεση. Ξεκίνησα για τα 6 χλμ που χρειάζονταν μέχρι το Οροπέδιο. Κάθε βήμα ασταθές, βαρύ. Έκλεινα τα μάτια μου, προσπαθούσα να διώξω ότι άσχημο και να επικεντρωθώ σε κάτι όμορφο αλλά τίποτα, αδύνατο… Ο ήλιος έκαιγε καθώς ανέβαινα στο Οροπέδιο. Τώρα έβλεπα και συναθλητές κάπου ψηλά, 500 μέτρα. Μπορεί να έκανα και 10 λεπτά να τα διανύσω και όταν έκανα τον άθλο του ενός χιλιομέτρου, ξάπλωνα σαν να έσβηνα τη μηχανή να κρυώσει, μην πάρει φωτιά… Και εκεί που ξάπλωνα ανάσκελα σαν να προσπαθούσα κάνοντας μια διάταση στο στήθος να αναπνεύσω, η άπνοια κι ο καύσωνας έκαιγαν το δέρμα, τα μάτια, τα χείλη!
Πραγματικά ήμουν τόσο παραδομένη σα σώμα και προδομένη από όλες τις δυνάμεις μου… Τα μάτια κοιτούσαν αυτόν τον καταγάλανο ουρανό και από μπροστά μου περνούσαν γρήγορες εικόνες χωρίς νόημα, ασύνδετες μεταξύ τους. Ίσως και να έκλαιγα χωρίς να ξέρω ακριβώς τον λόγο κι όταν έκλεινα τα μάτια μου ήταν τόσο γλυκά εκεί στα σκοτεινά, που ήθελα να μην τα ξανανοίξω, ήταν και 12 ώρες που ήμουν σε κίνηση και μια ολόκληρη νύχτα άυπνη. Όλα αυτά δημιουργούσαν αυτόν τον αδύναμο νου και αδύναμο σώμα, που ζητούσε μάλλον ύπνο. Νομίζω ότι εδώ πρέπει να γίνει κατανοητό, πως η διαφορά μεταξύ ultra 60-80 -100-170 χλμ είναι το πέρασμα της νύχτας, που αυτό καθορίζει αρκετά το πως θα αντιδράσει το σώμα,ο οργανισμός, τις υπόλοιπες ώρες. Εκεί αρχίζει το μυαλό και ίσως ξεχνάει το στόχο, το λόγο που είσαι εκεί. Αυτό μάλλον είχε αρχίσει να συμβαίνει σε εμένα κάπου εκεί πριν το οροπέδιο. Άρχισα να μιλάω σ’ εμένα, να με χαϊδεύω, λέγοντας «Σήκω και φτάσε στο Οροπέδιο τώρα που τα δύσκολα είναι ακόμη εύκολα, φτάσε και εγκατέλειψε εκεί… Τι κι αν θα πρέπει μόνη σου να κατέβεις από εκεί… Το Οροπέδιο στον Όλυμπο είναι ένα ωραίο μέρος να μείνει κανείς όσο χρειαστεί, τέλεια θα είναι. Άλλωστε, τόσες φορές έχεις περάσει και πάντα φεύγεις, περαστική. Ναι, είναι η μέρα που θα μείνεις! Ακόμη και ολόκληρη νύχτα θα μείνεις, αρκεί να νιώσεις καλά. Μόνο τώρα φύγε!»
Συνέχισα λοιπόν και ναι σε λίγο σαν μια όαση, μπροστά μου φαινόταν το καταφύγιο του Κάκκαλου. Κουδούνες, φωνές! Να και η Έλπιδα η Δεσποινιάδου (κυριολεκτικά ελπίδα!) και να και η διασώστρια η Μαρια που και πέρυσι πάλι στα χέρια της είχα πέσει -τότε στο χιλιόμετρο 80, τώρα στο 56. Αγκαλιές!!! Τόσο δυνατή που νομίζω θα πέθαινα. Χαχαχαα… Πρόθυμη να με βοηθήσει, όταν είπα ζαλίζομαι, με πήρε μέσα στο καταφύγιο. Πίεση χαμηλή, οξυγόνο χαμηλό -δεν ξέρω πολλά απ’ αυτά εγώ- ξάπλωσα σε μια ωραία γωνίτσα και ζήτησα να κοιμηθώ… Επιτέλους έφτασα, αυτό ήθελα: να κλείσω τα ματάκια μου στη σκιά. Α μπα, που με άφηνε, «όχι, δεν θα κοιμηθείς» μου λέει και να ένα μεγάλο κύπελο με μισό κουτί αλάτι! «Πιες το, πιες το» μου λέει! «Παιδιά, να κοιμηθώ θέλω και θα είμαι καλά άμα κοιμηθώ!». «Πιες το» με πίεζε… Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, το ήπια όλο. Πίστευα πως μετά θα με άφηναν να κοιμηθώ. Αλλά πού… Να κι ένα σακουλάκι πατατάκια, να κι ένα βάζο μέλι… Κανένα εικοσάλεπτο έτσι μου μιλούσε, να μην κοιμηθώ. Με μετρούσε αλλά δεν έλεγαν να στρώσουν τα νούμερα, όλα χάλια.
Η ώρα περνούσε… Τελικά κάπως άρχισα να σκέφτομαι ξανά τον τερματισμό, όπως και να έχει είναι λύτρωση να περνάς την γραμμή του τέρματος, δίνοντας τη μάχη σου. Τελικά το μυαλό τα κάνει όλα. Τώρα είχα αρχίσει να ξυπνάω, όμως είχε περάσει αρκετή ώρα… Άραγε θα προλάβαινα ή όχι; Να συνεχίσω ή θα βρεθώ εκτός χρόνου; Εκείνη την ώρα χρειαζόταν να με συμβουλέψει κάποιος, κάποιος που γνώριζε τη διαδρομή και ήξερε από υπολογισμούς. Κάποιος που θα μπορούσα μέσα στην θολούρα να εμπιστευτώ. Δεν ήταν άλλος από τον διοργανωτή, Λάζαρο Ρήγο. Τον κάλεσα στο τηλέφωνο –ευτυχώς είχε σήμα- και αφού του περιέγραψα την κατάσταση και το σημείο που βρίσκομαι, τον ρώτησα αν πιστεύει ότι μπορώ να είμαι εμπρόθεσμη, αν συνέχιζα με εντελώς υποτονικό ρυθμό. Τότε έμαθα κάτι που δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή, πως εκεί και 2-3 ώρες περίπου είχε δοθεί παράταση μιας ώρας στον αγώνα, που μετρούσε και στο ενδιάμεσο όριο στα Ζωνάρια! Βλέποντας τις επιδόσεις των πρώτων αλλά και το γεγονός ότι μέχρι να ξημερώσει οι μισοί στον αγώνα είχαν εγκαταλείψει απ’ τη ζέστη, η διοργάνωση αποφάσισε να δώσει μια ώρα ακόμα στους υπόλοιπους που το πάλευαν… «και χωρίς αυτήν όμως προλαβαίνεις τον κόφτη των 18 ωρών που έγινε 19 στο Μεσορράχι» μου είπε ο Λάζαρος. Πήρα θάρρος και ξεκίνησα, έφυγα! Πολλές φορές στον αγώνα αντιμετωπίζεις διλήμματα κάθε φύσης, ορθώνονται μπροστά σου σαν βουνά! Κάποιοι τυχαίνει να αποφασίζουν με την καρδιά τους κάποιοι με το μυαλό. Έτσι κι εγώ. Μετά από βασανιστικές σκέψεις αποφάσισα να συνεχίσω για τον τερματισμό. «Φεύγω, φεύγω!!!» Αποχαιρετώ το Οροπέδιο και πηγαίνω αργά-αργά προς το Μεσορράχι, εκεί με περίμενε ο κόφτης των 19 ωρών (πλέον αντί των 18). Εγώ στις 17:40. Μετά άρχιζε η κόλαση του Γολγοθά προς το Σκολιό. Πώς να τον ανέβεις…
Πέρυσι σε αυτό το σημείο δεν τολμούσα να κοιτάξω επάνω! Έβλεπα συναθλητές μου, σχεδόν να μπουσουλάνε για ένα χιλιόμετρο, με κλίση απότομη και έδαφος σαθρό, από πέτρα και χαλίκι… Θυμάμαι, έλεγα πως φέτος δεν θα ήμουν τόσο αδύναμη μπροστά σε αυτόν τον …Γολγοθά, όμως να που και φέτος με 45 βαθμούς Κελσίου στον υδράργυρο, όλα ξανά είναι ο απόλυτος Γολγοθάς! Φταίω όμως που ένα χρόνο ανάμεσα στην πρώτη φορά και σε αυτή δεν βρήκα τον χρόνο να έρθω να δω αν άλλαξε κάτι βρε παιδί μου! Χαχαχα… Παρότι φίλοι που ζουν εδώ πάντα με καλούσαν και με συμβούλευαν πως καλό θα ήταν να κάνω κάποια προπόνηση. Δυστυχώς, δεν είχα την σωστή επαφή με το βουνό των θεών αλλά ίσως η αποχή κάνει και την επιθυμία να είναι πιο έντονη…
Είχα γεμίσει από το καταφύγιο, τρία μόλις χιλιόμετρα νωρίτερα, νερό σε τέσσερα μπουκάλια και τώρα είχα προλάβει να μείνω με ένα μόλις! Βήμα και γουλιά! Δεν θα ήταν υπερβολή να πω πως κάθε τρία μέτρα ακουμπούσα κάτω να πάρω ανάσα, ο αέρας καυτός, τα μάτια έκλειναν από τη ζέστη και την αϋπνία. Ολόκληρη νύχτα άγρυπνη και καταβάλλοντας προσπάθεια, ένιωθα πια παραδομένη. Φυσικά ο σωστός δρόμος ήταν ο ανήφορος και έπρεπε να τον ακολουθήσω… Έκλεινα τα μάτια και συνέχιζα με μετέωρα βήματα. Κάποιοι τουρίστες που περνούσαν το ίδιο κομμάτι κατηφορίζοντας όμως, χτυπούσαν παλαμάκια και με ενθάρρυναν. Ένιωθα άβολα να με βλέπουν τόσο καταβεβλημένη, θέλω να εκπέμπω κάτι όμορφο σε αυτούς που παρακολουθούν, το όμορφο που πράγματι έχει το ορεινό τρέξιμο και πάντα όταν τερματίζω φροντίζω όσο κι αν πονάω να βγάζω το καλό που έχει γεννηθεί από τον πόνο.
Το νερό μου τελείωσε κι αυτό το ρημάδι το ένα χιλιόμετρο ακόμα με παλεύει και με νικά. Χωρίς δεύτερη σκέψη καν, έγινα ζητιάνα για νερό στους τουρίστες. Αλλά δεν ξεδιψάς με νερό που καίει, καθώς το νερό μετά από τόση ώρα έχει πια …βράσει! Συνέχισα έτσι με αυτές τις συνθήκες, ώσπου έφτασα στο Σκολιό, την κορυφή στα 2911 μέτρα, που είναι και το ψηλότερο σημείο της διαδρομής στον αγώνα. Εκεί, τρεις εθελοντές τσεκάρανε το νούμερο. Είπαμε δυο κουβέντες και κοιτώντας πια από ψηλά κάτω, ένα βάρος σαν να έφυγε από πάνω μου. Σηκώθηκα και αφού χαιρέτησα, συνέχισα από εκεί και πέρα με αλλαγμένη τη διάθεσή μου
Τελικά τον πέρασα τον Γολγοθά και φέτος! Παράξενα συναισθήματα. Ήμουν σαν να είχα υποστεί βασανιστήρια, όμως το ένιωθα μέσα μου πως αν με ρωτούσες αύριο αν θα το ξαναέκανα, ναι θα το έκανα ξανά! Τελικά, τα δύσκολα κομμάτια σε ένα αγώνα είναι αυτά που μπορούν να σε σημαδέψουν συναισθηματικά, αυτά που αφού τα περάσεις σε κάνουν υπερήφανη για τον εαυτό σου. Είναι αυτά που θα σε έχουν κάνει πιο δυνατή για τα παρακάτω τα πιο απλά, τα πιο εύκολα. Ο Mythical είναι θεωρώ ο πιο δύσκολος αγώνας στην χώρα μου. Συμμετείχα σ’ αυτόν πέρυσι για πρώτη φορά όχι από θράσος αλλά γιατί θέλω να νιώθω την φύση να μου επιβάλλεται και γιατί όχι, να με νικήσει κιόλας. Να περάσει πάνω απ’ το …πτώμα μου.
Θεωρητικά και έχοντας κατά νου το σχεδιάγραμμα της διαδρομής, θα έλεγε κάποιος πως τα υπόλοιπα 40 χιλιόμετρα είναι εύκολα αφού είναι κατηφορικά. Έτσι πίστευα πέρυσι, τώρα όμως γνώριζα πως έχοντας ένα κορμί μετέωρο κι ένα στομάχι διαλυμένο, τίποτα δεν είναι απλό. Η ζέστη πλησιάζοντας μεσημέρι είχε χτυπήσει κόκκινο, το δέρμα είχε καεί. Τα αυτιά μου συγκεκριμένα όταν τα έπιασα είχαν ξεροψηθεί όπως το ασπράδι αυγού σε καυτό λάδι, εκεί στην άκρη του που αρπάζει, έβγαζα δέρμα καμένο! Σίγουρα ο κλοιός στενεύει, σκεφτόμουν. Ασημίνα πρόσεχε!
Άρχισα να προσπαθώ να ξυπνάω την μισοζαλισμένη Ασημίνα, που κατηφόριζε προς το 64ο χιλιόμετρο, στη Μπάρα. Εκεί ήταν που με προσπέρασε ο Χρήστος. Δεν έτυχε να τον έχω γνωρίσει σε κάποιον αγώνα παλιότερα. Με ρώτησε νομίζω αν χρειάζομαι μαγνήσιο, τζελάκι κτλ. Το στομάχι δεν ήθελε τίποτα τέτοιο. Όχι απάντησα κι όπως αυτός συνέχισε άρχισα να ακολουθώ τα βήματα του… Κάπως έτσι, με απόλυτη σιωπή φτάσαμε στο σταθμό «Μπάρα», στο 64χλμ. Εκεί φίλοι αρκετοί, αναμεσά τους ο Κώστας, που πέρυσι τον είχα ανταμώσει για πρώτη φορά στο σημείο που μας είχε πιάσει χαλάζι. Γνωριμίες κάτω από τέτοιες συνθήκες, όπως και να το κάνουμε δεν ξεχνιούνται. Άρχισα να τρώω ότι έβρισκα, πορτοκαλάδα μαζί με σοκολατούχο, χαλβά με πατατάκια… Αφού ένιωσα γεμάτη και αφού βγάλαμε και τις απαραίτητες φωτογραφίες, είπα να συνεχίσω. Φυσικά μαζί με τον φίλο πια Χρήστο! Μπροστά αυτός πίσω εγώ, δεν τον άφηνα βήμα! Άρχισα και να του μιλάω. Τα πάντα ρωτούσα! Είμαι σίγουρη ότι το έκανα γιατί ένιωθα πως πάνε να κλείσουν τα μάτια μου. Η κουβέντα γύρω απ’ τον αγώνα, το χρόνο και άλλα τέτοια, βοηθούσε τον εγκέφαλο να λειτουργεί.
Έτσι φτάσαμε στα λεγόμενα «Σαράντα Καγκέλια», που χαρακτηρίζονται έτσι γιατί το μονοπάτι κάνει ζιγκ-ζαγκ σαν σκάλες που στρίβουν μια δεξιά κι μια αριστερά, καθώς κατηφορίζει το βουνό. Και είναι «σαράντα», γιατί τέτοιους αριθμούς διάλεγε πάντα ο απλός, καθημερινός κόσμος για να περιγράψει το πολύ. Κατηφορίζαμε, ο ήλιος καυτός, γυμνό τοπίο για 8 χιλιόμετρα! Ούτε κλαδί! Εδώ ήταν πέρυσι το χαλάζι σα στραγάλι, που μας χτύπαγε για δυο ώρες. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, το χαλάζι ή ο καύσωνας;;; Τελειώνοντας τα καγκέλια στη Χαρβαλόβρυση, ξεκινούσε δασικός χωματόδρομος, που οδηγούσε τέσσερα χιλιόμετρα πιο πέρα στο Μπιχτέσι, στο 80 χιλιόμετρο. Τα 4 χιλιόμετρα αιώνας φάνηκαν. Αν κάνει κάποιος μια περίληψη της κατάστασής μας, ήμασταν αφυδατωμένοι, με πολλές ώρες στην μάχη, άγρυπνοι και μέσα σε όλα τα άλλα, ο Χρήστος είχε και μια ξανθιά να μην έχει βάλει γλώσσα μέσα!
Ο Χρήστος δεν είχε ξανατρέξει τη διαδρομή και ίσως θεωρούσε πως φτάνοντας στο 80χλμ, μετά γρήγορα θα φτάναμε στα 100. Δεν ήθελα να τον αποθαρρύνω όμως. Κι επειδή επιπλέον δεν ήθελα και να επαναπαύεται, φρόντιζα να του δώσω να καταλάβει πως δεν είναι απλά 20 χιλιόμετρα, είναι σαν ένας Ενιπέας, επομένως ας έχει άλλους χρόνους στο μυαλό του. Έδειχνε πάντως να μην τον απασχολεί ο χρόνος και ότι ακόμη και να περνούσε τις 28 ώρες, αφού δόθηκε παράταση δεν τον ενοχλούσε, αρκεί να το τερμάτιζε και να απολάμβανε το ταξίδι. «Μαζί σου» είπα, «να το απολαύσουμε αλλά μήπως θα ήταν πιο δίκαιο για εμάς να παλέψουμε για το αρχικό όριο τερματισμού, τις 28ώρες;» Και πάνω στην διαπραγμάτευση, να μπροστά μας ο σταθμός στο Μπιχτέσι! Μια βρύση πετρόχτιστη στην άκρη του δρόμου, που είχε δυνατή πίεση και παγωμένο νερό! Έβγαλα τα παπούτσια και μπήκα μέσα! Όλοι οι πόνοι πάγωσαν ξαφνικά. Ανακούφιση!!! Μετά κάθισα κι έφαγα καρπούζι, γέμισα νεράκι. Τώρα ήμουν πιο έτοιμη να συνεχίσω, δεν μου προξενεί έκπληξη το ότι συνεχίζω, ξέρω πολύ καλά πως το ΤΕΛΟΣ είναι στον Αη Γιάννη.
Σηκωθήκαμε λοιπόν, εγώ, ο Χρήστος κι ένας ακόμη συναθλητής μας. Πάμε δυνατά για τα τελευταία 20 χιλιόμετρα. Ήξερα πως ο Χρήστος μπορούσε να φύγει πιο μπροστά, είχε δυνάμεις και ήταν γενικά σε καλύτερη κατάσταση, γι αυτό και τον παρότρυνα να φύγει. Έτσι και έκανε! Άρχισε να ανοίγει λίγο πιο έντονα, τον έβλεπα στα 50 μέτρα πια. Σιγά-σιγά απομακρύνθηκε και μέσα στη βλάστηση κάπου τον έχασα πια από τα μάτια μου. Άρχισα κι εγώ να παλεύω πιο δυνατά, για να κρατηθώ. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου άρεσε που έμεινα μόνη, όμως έτσι είναι ο κάθε ένας παλεύει μόνος, έτσι πρέπει. Συνέχισα στο χωματόδρομο αναζητώντας το μονοπάτι που ξεκινά μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. Λίγο πιο πίσω, ο άλλος συναθλητής μου πάλευε κι αυτός -να θυμίσω πως στον αγώνα από τους 184 αθλητές, οι 74 τερμάτισαν! Αυτό δίνει μια εικόνα για το πόσο αραιά συναντούσες συναθλητή στον αγώνα.
Mythical, ζεις ULTRA όχι μόνο στα χιλιόμετρα αλλά και στην δοκιμασία ψυχολογίας. Ξαφνικά, σε μια στροφή βλέπω ξανά τον Χρήστο. «Άντε» μου λέει, «όλα καλά»! Πέταξα απ την χαρά μου, τόση ώρα δεν είχα αλλάξει κουβέντα. Χαχαχα… επιτέλους! Συνεχίσαμε μαζί και βάζοντας στόχο να μην εκμεταλλευτούμε την παράταση να φτάσουμε στο αρχικό όριο τερματισμού.
Ήδη, ο ρυθμός που κινούμασταν είχε δυναμώσει. Τώρα διασχίζαμε μονοπάτια χαμένα μέσα στο δάσος. Ο ήλιος δεν μας έβρισκε τόσο εκτεθειμένους, όμως εξακολουθούσε αυτή η άπνοια και η καυτή ατμόσφαιρα που έχει κανείς μες στο μυαλό του όταν ακούει τη λέξη «καύσωνας». Μπροστά ο Χρήστος πίσω εγώ, τώρα πάλι επιτέλους ξυπνήσαμε. Τρέχαμε, τρέχαμε, τρέχαμε… και στη σκέψη όλο δυνάμωνε η εικόνα του Αη-Γιάννη και ο τερματισμός! Νάτος μπροστά και ο τελευταίος σταθμός, το Πηγάδι, στο 88ο χιλιόμετρο. Μα τι υπέροχη υποδοχή, κόσμος με θετική διάθεση! Έλεγχος του σάκου για τον απαραίτητο εξοπλισμό, παγωτό χωνάκι, καρπούζι και πολλά άλλα αν ήθελες αλλά αυτό που έρχεται στα μάτια και στα αυτιά μου τώρα είναι οι φωνές, τα γέλια, η φασαρία… Τόσες ώρες μόνοι, νομίζω αυτό χρειαζόταν για να μας αφυπνίσει ακόμη περισσότερο και να γεμίσει την ψυχή, ώστε να φτάσει το σώμα στο τέρμα. Κοίταξα τον Χρήστο και είδα πως ήταν έτοιμος να φύγουμε ,πάμε λοιπόν τώρα ακόμη πιο δυνατά ,ένιωθα πολύ χαρούμενη που σε 12 χιλιόμετρα έφτανα στο τέλος.
Την αίσθηση που αναζητώ κάθε φορά, επιτέλους θα την κατακτήσω! Φτάνω σε αυτό που θέλω, στην ηρεμία. Πολλοί ίσως πιστεύουν πως οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με έντονα αθλήματα αναζητούμε την ένταση. Στην πραγματικότητα, πιστεύω κρίνοντας από την προσωπική μου αναζήτηση, πως αγωνιζόμαστε για να φτάσουμε στην γαλήνη που έρχεται μετά από την τόση προσπάθεια. Αυτή η ηρεμία διαφέρει από παρόμοια συναισθήματα, είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να ερμηνευτεί και να μεταφερθεί.
Το φως της μέρας κοντεύει να φύγει και μέσα στα δέντρα όλα είναι πιο σκοτεινά. Μένουν ακόμα περίπου πέντε χιλιόμετρα. «Έλα πάμε Χρήστο, να μην αναγκαστούμε να φορέσουμε φακό» είπα, καθώς κατηφορίζαμε με έντονο πια ρυθμό, λες και τώρα δα ξεκινήσαμε, σχεδόν τόσο ξεκούραστη η ψυχή… «Πήγαινε» του λέω «και όταν βγεις στον δρόμο, φώναξε να πάρω δύναμη πως κοντεύω». Είχα κουραστεί από το μονοπάτι και την σκοτεινιά. Ήθελα να δω φως, να βγω στο δρόμο, που από εκεί έμεναν 3 χιλιόμετρα ακόμα.
«Έλααααα Ασημίναααα….» Και ναι, επιτέλους βγήκαμε τώρα! Απέμειναν 2 χιλιόμετρα στο χωμάτινο δρόμο και άλλο ένα και κάτι μετά, στο τέλος, απότομο κατηφορικό μονοπάτι, που σε έφτανε στο ΤΕΡΜΑ! Τρέχαμε… Στα μάτια μας λαχτάρα, ίσως και δάκρυα χαράς. Δεν υπάρχουν λόγια για τα συναισθήματα που ζω! Έριχνα κάποια ματιά στο Χρήστο δίπλα μου, ένιωθα τυχερή που μοιράστηκα τέτοιες στιγμές με κάποιον. Δυναμώνουν πιο πολύ αυτές. Τελικά, το τρέξιμο μπορεί να είναι …ομαδικό άθλημα! Με τέτοιες σκέψεις πέρασαν τα τρία χιλιόμετρα και τώρα να, μπροστά στο τέρμα μαζί με τον Χρήστο και τις στιγμές μας.
Ο Mythical έχει την πιο καταπραϋντική επίδραση στο σώμα και στην ψυχή. Αυτό συμβαίνει, γιατί όσο πιο σκληρό, επικίνδυνο και ακατόρθωτο είναι κάτι, τόσο πιο καλά σου επουλώνει τις πληγές που σου άνοιξε στο τέλος.
Δεν ξέρω αν τα λόγια μου διαβάστηκαν. Ακόμη κι αν διαβάστηκαν, δεν ξέρω αν άγγιξαν, αν όμως μια μέρα πατήσετε σ αυτή τη διαδρομή …είμαι σίγουρη πως τα λόγια μου θα γίνουν δικά σας!