UltrAsimina, 2ος αγώνας, Rodopi Challenge (ROC)

0
6928

“ROC, μια φορά κι έναν καιρό στα δάση της Ροδόπης…”

 

Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινάει η περιγραφή του Rodopi Challenge ή αλλιώς ROC, όπως είναι γνωστός αυτός ο όμορφος αγώνας εκεί στα δάση της Ροδόπης. Μεσημέρι Παρασκευής και μετά από ατέλειωτα χιλιόμετρα με στροφές ανάμεσα στο φρέσκο πράσινο της οξιάς, το αυτοκίνητο περνά την είσοδο του Δασικού Χωριού του «Ερύμανθου» στη Χαϊντού. Χρώματα και κόσμος σπαρμένος τριγύρω, όσο έφτανε το μάτι, χωρίς να χορταίνει!
Δεν έχασε στιγμή η μικρή μου κόρη. Με το που τραβήξαμε χειρόφρενο στο αυτοκίνητο, πετάχτηκε με μιας έξω κι άρχισε να τρέχει στο καταπράσινο χαλί της άνοιξης, όπως μόνο ένα παιδί θα έκανε μέσα στη χαρά και τον αυθορμητισμό του! Τι παράξενο… Δεν ένιωσα εκείνη τη στιγμή την παραμικρή ανησυχία σαν μητέρα για το παιδί της, να της φωνάξω ένα «πρόσεχε!». Άλλα παιδιά πιο πέρα, έτρεχαν κι αυτά και χαίρονταν αυτή τη μοναδική εικόνα που γέμιζε τα μάτια μου. Χαρούμενα πρόσωπα μικρών και μεγάλων γύρω κι αμέσως άρχισαν τα πρώτα καλωσορίσματα, από οικείους ανθρώπους σ ένα τόσο οικείο τόπο, κι ας ήταν μόλις η τρίτη μου φορά εδώ πέρα. Είναι αυτό το ξεχωριστό αίσθημα που δυσκολεύεσαι να προσδιορίσεις, μα σε κάνει να νιώθεις τόσο όμορφα και χαλαρά που βρίσκεσαι σ αυτό το μέρος! Σαν να μην πέρασαν παρά λίγες εβδομάδες και όχι έξι μήνες από το ROUT…

18216567_10212892463247103_893134938270540587_o
Περάσαμε ανάμεσα από πολύχρωμες σκηνές που είχαν στηθεί στον προσωρινό καταυλισμό των αθλητών και φτάσαμε στην άκρη του Χωριού, εκεί που βρίσκεται κανείς κατάμονος κι ας υπάρχουν εκατό μέτρα παραπέρα ατέλειωτοι φίλοι και γνωστοί, που μοιράζονται αυτές τις μοναδικές ώρες. Κάθισα για λίγο μόνη στο κατώφλι του μικρού ξύλινου καλυβιού που θα μας φιλοξενούσε για τις επόμενες δύο νύχτες και ρούφηξα αέρα και την ηρεμία του τοπίου με τα πεύκα γύρω μου. «Είμαι πάλι εδώ λοιπόν» σκέφτηκα και ακόμα προσπαθούσα να το πιστέψω! Ένας σπίνος πέταξε από ένα κλαδί εκεί παραδίπλα, σαν να ήθελε κάτι να μου πει τραβώντας την προσοχή μου…
Πήρα το δρόμο για τη γραμματεία, ξέροντας ότι θα βρω κόσμο που θα με γεμίσει χαμόγελα, αισιοδοξία και μια ξεχωριστή χαρά που βρέθηκα εδώ! Και όντως, έτσι ήταν. Η μικρή-μεγάλη οικογένεια του ROUT ήταν εκεί, με τα γνωστά πρόσωπα να μοιράζουν χαμόγελα τριγύρω. Ο Χρήστος ο Κατσάνος, με την παροιμιώδη κοινωνικότητά του, είχε κάτι να πει στον καθένα μας καθώς μας καλωσόριζε. Πήρα την τσαντούλα μου και πακέτο το γεύμα του αθλητή από το παρακείμενο υπαίθριο εστιατόριο της διοργάνωσης και ξαναγύρισα στο σπιτάκι μου βιαστικά, καθώς ο χρόνος έτρεχε κι έπρεπε να ετοιμαστώ. Το γεύμα στα κλεφτά και μετά ετοιμασίες για την επόμενη μέρα. Λίγα πράγματα βέβαια, μια και το ROC δεν είναι ROUT αλλά κάτι σαν μια πολύ μεγάλη προπόνηση για το ROUT πάνω στη διαδρομή του.
Ένα μεγάλο θέμα που κουβεντιαζόταν εκείνες τις τελευταίες μέρες, ήταν το πώς θα περάσουμε αλώβητοι εκείνα τα μικρά ρυάκια κάπου στο 15ο χιλιόμετρο της διαδρομής στο πήγαινε και στο 65ο στο έλα. Σακούλες, πλαστικά τσουβάλια κι ένα σωρό άλλες πατέντες, αστείες οι περισσότερες σαν άκουσμα, ήταν ότι πιο αξιόπιστο εκείνη τη στιγμή. Όμως πήρα την απόφαση να μη χρησιμοποιήσω τίποτα τελικά! Θα πέρναγα έτσι μέσα απ τα νερά κι ότι ήθελε προκύψει… Όσο για το drop-bag μου στην Πρασινάδα, αυτό μάλλον είχε περίεργο σχήμα, που δεν έμοιαζε και τόσο με …bag αλλά με …stick! Ένα δανεικό μπατόν είχα, για να το πάρω και να με βοηθήσει στις ανηφόρες της Οξιάς και του Θεολόγου, επιστρέφοντας από Ζαρκαδιά! Τίποτα άλλο.

19389696_10214017411936454_1396547223_n (1)
Ξαναβγήκα προς το σούρουπο για την τεχνική ενημέρωση εκεί στο χώρο της αψίδας, όπου με τον ιδιαίτερο τρόπο του ο Κατσάνος προσπάθησε να μας δώσει να καταλάβουμε τις πιο σημαντικές λεπτομέρειες για την επόμενη μέρα. Όλοι βέβαια, όταν ήρθε η ώρα των ερωτήσεων, το πρώτο που είχαν να ρωτήσουν ήταν τα περιβόητα ρυάκια πόσο πολύ νερό έχουν! Άγχος, όχι τόσο αδικαιολόγητο όπως αποδείχτηκε την επόμενη μέρα.
Μαύρα σκοτάδια και το άρωμα του καφέ στο σπιτάκι γέμισε το ξεκίνημα της μέρας μας. Στο βάθος, αμυδροί ήχοι σηματοδοτούσαν την αφύπνιση του κόσμου σε σπιτάκια και σκηνές. Κρατώντας την παράδοση, λίγο μετά τις 4:30 τα ξημερώματα, ο Χρήστος Κατσάνος περιδιάβαινε τον οικισμό σαν τελάλης και καλούσε τον κόσμο να σηκωθεί και να ετοιμαστεί για την εκκίνηση: «Έχεις αγώνα σήμερα!!!» έλεγε κάθε τόσο, τραντάζοντας μια αρμαθιά κουδούνες, την ησυχία του βουνού και όσους έκαναν το λάθος να μην έχουν ξυπνήσει απ την αρχή. Πήρα το δρόμο για το χώρο της εκκίνησης με το φακό στο κεφάλι και φορώντας ένα λεπτό μπουφανάκι. Η μέρα φαινόταν από ιδανική μέχρι και ζεστή…
Για μια ακόμα φορά, τα χαμόγελα και η αισιοδοξία έπαιρναν κι έδιναν κοντά στην αψίδα του αγώνα ενώ η μέρα έφεγγε κανονικά, οπότε έσβησα και το φακό μου. Λες κι όλοι θα τρέχαμε γύρω στα 20 χιλιόμετρα κι όχι 80. Τέτοια χαλαρότητα… Χειραψίες και ευχές για καλό αγώνα και φτάνουμε στη γνωστή αντίστροφη μέτρηση, όπου οι καρδιές άρχισαν να χτυπάνε πιο δυνατά. Τρία, δύο, ένααα… Και φύγαμε! Ε, όπως συνηθίζω έφυγα γρήγορα. Ακριβώς σαν σε 20άρι! Ξεχυθήκαμε στο δρόμο έξω απ το Δασικό Χωριό, ένα ατέλειωτο σμάρι από φακούς. Σχεδόν 250 αθλητές είχαμε σταθεί στην εκκίνηση! Έτρεχα αρκετά μπροστά αλλά έβλεπα κιόλας τους πρώτους της κούρσας να ξεμακραίνουν σιγά-σιγά στο βάθος. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά κι η αδρεναλίνη έφτανε σε κάθε άκρη απ το κορμί μου. Ο τρελός ρυθμός των πρώτων τράβηξε όλους μας πιο πίσω κι έτσι για τα πρώτα επτά χιλιόμετρα στο χωματόδρομο χρειάστηκα μόλις 34 λεπτά!

16930638_1275953729155207_2112353682_o
Από εκεί ξεκινούσε στην ουσία και ο αγώνας, καθώς μπαίναμε στο μονοπάτι κατηφορίζοντας. Όρμησα προς τα κάτω μέσα στο δάσος με τις τεράστιες οξιές, με μια ανείπωτη διάθεση να …πετάξω! Εκεί όμως έγινε το κακό. Κάπου στραβοπάτησα και γύρισε το πόδι μου! Φώναξα απ τον πόνο και αμέσως φρενάρισα, προσπαθώντας να καταλάβω πόσο μεγάλο ήταν αυτό το κακό. Επιφυλακτικά, έριξα το ρυθμό εντελώς και διαπίστωσα σε λίγο ότι μάλλον δεν ήταν κάτι το σοβαρό, παρόλα αυτά αποφάσισα να τρέξω συντηρητικά μη τυχόν και ξανασυμβεί κάτι. Ακολούθησα ένα γκρουπ που στο μεταξύ με είχε περάσει και πέρασα από στο Θεολόγο σε 1:03. Μετά ξαναμπήκαμε στο δάσος με το μονοπάτι να στριφογυρίζει κατηφορίζοντας σε οξιές και βελανιδιές και τους συναθλητές μπροστά να κρατάνε ένα σταθερό ρυθμό που με βόλευε έτσι όπως ήμουν. Οι κατηφόρες τέλειωσαν και η μέρα φώτισε για τα καλά, με μια αραιή συννεφιά να καλύπτει το γαλάζιο του ουρανού. Το μονοπάτι περνούσε δίπλα απ το ποτάμι ανάμεσα σε πλατάνια και κάποια στιγμή γύρω στο 15ο χιλιόμετρο συναντήσαμε τα περιβόητα ρυάκια της Τάλιας!
Ήμουν ήδη αποφασισμένη ότι θα περνούσα χωρίς σακούλες! Γύρω μου, οι περισσότεροι έβγαζαν σακούλες και τις έβαζαν στα πόδια τους. Τα παπούτσια μου, τα Alpine-Pro της Dynafit, είχαν την ξεχωριστή ιδιότητα να βγάζουν απ τον πάτο τους το νερό που έμπαινε μέσα (!). Τρελό, αλλά αφού πέρασα έτσι τα τρία ρυάκια, χωρίς σακούλες ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, λίγο πιο πέρα τα παπούτσια είχαν αδειάσει τελείως από νερό και λίγη ώρα αργότερα δεν ένιωθα καν υγρά τα πόδια μου! Πέρασα από ένα ακόμα ποτάμι αλλά με υποτυπώδη γέφυρα. Όπως μας είχαν πει στην τεχνική ενημέρωση την προηγούμενη μέρα, ο χειμώνας έκανε μερικές μεγάλες νεροποντές που παρέσυραν τα γεφύρια στα ποταμάκια της περιοχής. Ένα τέταρτο και τελευταίο γεφύρι στο ρέμα του Μύλου, με τους εθελοντές να μας περιμένουν στην έξοδο της ανηφόρας στον παλιό χωματόδρομο, που έπαιρνε τη ρεματιά και πήγαινε για ώρα κατά μήκος της και χωρίς να το καταλάβεις, από δρόμο ξαφνικά έτρεχες σε χορταριασμένο μονοπάτι.
Μια ήπια ανηφόρα και να ο σταθμός της Πρασινάδας, στο μικρό αυτό χωριό. Μπήκα και επευφημίες με καλωσόρισαν! Ένα σωρό φίλοι απ τους αγώνες ήταν εκεί σαν εθελοντές και με εξαιρετική προθυμία μας βοηθούσαν φτάνοντας. Στην Πρασινάδα συνειδητοποιείς σ αυτό τον αγώνα, τι σημαίνει η μοναξιά της Ροδόπης, καθώς τρέχεις μεγάλες αποστάσεις από σταθμό σε σταθμό και είσαι μόνη με τον εαυτό σου, έχοντας χρόνο να σκεφτείς ένα σωρό πράγματα. Δεν είναι που θα σκεφτείς την τακτική σου στον αγώνα, μα άλλα, εντελώς διαφορετικά απ τον αγώνα. Μια ενδοσκόπηση στα βαθιά της δικής σου ψυχής.
Γέμισα τους μικρούς ασκούς με νερό, ήπια και αρκετό καθώς ήμουν ήδη 3:20 μέσα στον αγώνα, έφαγα λίγο πορτοκάλι και λίγο ψωμί και μέσα σε χειροκροτήματα και πάλι, πήρα το δρόμο για τη Ζαρκαδιά. Ένιωθα πια αρκετά ενυδατωμένη και κρατούσα και το ραβδί, εεε συγνώμη, το μπατόν στο χέρι μου! Πρώτη μου φορά θα έκανα χρήση μπατόν και γι αυτό το λόγο αποφάσισα να έχω ένα μόνο, για να μην αντιμετωπίσω θέματα συντονισμού στη χρήση δύο. Σχετικά σύντομο και χωρίς ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον το τμήμα από την Πρασινάδα μέχρι τη Σίλλη, αν εξαιρέσουμε το πρώτο μισό, όπου το μονοπάτι περνά μέσα από ένα όμορφο σκιερό δάσος. Μετά, πετρώδες τερέν σε θαμνότοπους και μια σύντομη κατηφόρα με ελεύθερες πέτρες παντού, που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Και νάμαστε στη Σίλλη, με την πανταχού παρούσα μορφή του Χρήστου Κατσάνου, να παροτρύνει τους αθλητές που φτάναμε εκεί! Μου έδειξε τη βρύση και μου ζήτησε να πιώ νερό! Απάντησα πως ήμουν εντάξει και μου ζήτησε να βρέξω το κεφάλι μου τουλάχιστον, για τη ζέστη! Ένιωθα μια χαρά και έφυγα με ένα χαμόγελο.

18209108_10212080067897625_6062441772703804649_o
Λίγο πιο εκεί, ξερότοπος και ανηφόρα κάτω απ τον ήλιο! Ευτυχώς, κάποια αχνάδα σύννεφου στον ουρανό έκοβε τη μεγάλη ζέστη. «Μάλλον είχε δίκιο ο Χρήστος» σκέφτηκα και συνέχισα έχοντας αποδεχτεί την κατάσταση. Πέρασε αρκετή απόσταση μέχρι να ξαναβρώ νερό σ ένα χαρακτηριστικό ρυάκι στο δάσος. Στο μεταξύ, πέρασα μέσα από ένα υπέροχο και σκιερό δάσος με το μονοπάτι χωρίς κλίσεις κι έναν κούκο που φώναζε τον ερχομό της άνοιξης. Πόσο χαρακτηριστική σκηνή: Εγώ, τα βήματά μου στο μαλακό χώμα κι η φωνή του κούκου στην απόλυτη ησυχία! Σαν να μου ζητούσε να σταματήσω και να τον ακούσω προσεκτικά γι αυτό το νέο που είχε.
Σύντομα έφτασα στο Σημείο Ελέγχου «Μπούκοβο» ή «Οξιά», κάπου στο πουθενά, μέσα σε καταπράσινα λιβάδια. Πήρα τον μεγάλο κατήφορο για τη Ζαρκαδιά, με την ελπίδα ότι θα περάσει γρήγορα, γιατί η ζέστη της μέρας χτυπούσε άσχημα στα ξέφωτα. Και ήταν πολλά. Είχα κι εκείνο το μαγκούρι στα χέρια και δεν είχα τι να το κάνω! Έτσι κι αλλιώς για τον ανήφορο το κουβαλούσα και τώρα έπρεπε να έχω έννοια μη τυχόν χτυπήσω κιόλας εξαιτίας του. Πιο κάτω κι ενώ περπατούσα στην ουσία σ ένα αρκετά τεχνικό πεδίο, να ένας στο βάθος να έρχεται προς εμένα! Τότε θυμήθηκα ότι στο ROC έχουμε μισό-μισό τη διαδρομή στο πήγαινε και έλα, άρα ήταν ο πρώτος αθλητής που επέστρεφε! Ο Γιάννης ο Κουρκουρίκης έφτασε σύντομα κοντά μου και ήταν μούσκεμα απ τον ιδρώτα –δεν τον έχω ξαναδεί έτσι! Πάντα όμως μ ένα χαμόγελο, έστω και λίγο πιο χλωμό τώρα απ την προσπάθεια και τη ζέστη. Ευτυχώς που δεν χρειαζόταν κάτι, γιατί σχεδόν ποτέ δεν συνηθίζω να κουβαλάω πράγματα μαζί μου. Μόνο το μπατόν είχα που περίσσευε…
-Μπράβοοο, μπράβοοο, του φώναξα και συνεχίσαμε κι δυο το δρόμο μας. Αυτός προς τα πάνω κι εγώ προς τα κάτω! Συνεχίζοντας, άρχισαν ένας-ένας και οι επόμενοι που τον ακολουθούσαν, να εμφανίζονται κι αυτοί και να χαιρετιόμαστε με όλους, παροτρύνοντας ο ένας τον άλλον για τη συνέχεια του αγώνα! Πριν ξεκινήσουμε το ROC, προβληματιζόμουν ξέροντας αυτή τη λεπτομέρεια, ότι θα συναντιόμαστε μεταξύ μας, πόσο σκόπιμο ήταν να συμβαίνει αυτό. Αμέσως όμως η επαφή με τους συναθλητές μου, μ έκανε να νιώσω καλύτερα ψυχολογικά. Δεν το περίμενα! Ένιωσα να παίρνω και να δίνω ενέργεια μαζί τους, να μοιραζόμαστε τη δύναμή μας σαν ένα παγούρι νερό για να συνεχίσουμε… Τελειώνοντας η ατέλειωτη κατηφόρα, βγήκα στη άσφαλτο για λίγες εκατοντάδες μέτρα μέχρι να φτάσω στο σταθμό της Ζαρκαδιάς στο 41ο χιλιόμετρο. Εκεί, είχα μια ανέλπιστη συνάντηση με έναν σπουδαίο αθλητή των βουνών και των υπεραποστάσεων γενικά. Το Νίκο τον Σιδερίδη, με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελό του! Ήταν εκεί για να μας δώσει κουράγιο να συνεχίσουμε. Τι άλλο να ζητούσα απ το σταθμό της Ζαρκαδιάς… Χόρτασα απ το χαμόγελό του, που με γέμισε ενέργεια. Πήρα λίγα φρούτα ωστόσο, μια μπουκιά ψωμί και νερό και το δρόμο της επιστροφής. Μόλις είχε τελειώσει ο μισός αγώνας! Ή μάλλον, για να είμαι σαφέστερη, τα μισά χιλιόμετρα είχαν τελειώσει. Τώρα άρχιζαν τα υπόλοιπα μισά και δυσκολότερα. Το χρονόμετρο έλεγε 5:50 και τα δύσκολα ήταν μπροστά μου…

18216906_10212892656811942_2479632487598477414_o
Μπροστά μου ο γολγοθάς του Μπούκοβου! Πέντε χιλιόμετρα και 700 μέτρα ανάβαση! Κάθετες κλίσεις, ξερό χώμα, ζεστός αέρας, καυτός ήλιος, στεγνός λαιμός. Το μπατόν έκανε δουλειά όμως! Το χέρι μου βρήκε μια ισορροπία απ τη συνεχή και ομοιόμορφη κίνηση και συντονίστηκε με το μαγκούρι. Ατέλειωτα χιλιόμετρα, πέρασαν όμως. Μαζί τους έφυγε κι όλη η υγρασία από μέσα μου. Έφτασα στεγνή στο Σημείο ελέγχου! Εκεί πια και αφού είχε φτάσει το καταμεσήμερο, ο ήλιος ήταν αρκετά πιο ζεστός και το κομμάτι από Μπούκοβο μέχρι Σίλλη ήταν εκείνο το ξέφωτο με την πέτρα, που ήταν ιδανικό για μαύρισμα όχι όμως για τρέξιμο. Άρχισα να ζαλίζομαι. Ήπια νερό έπινα μα δεν ξεδιψούσα. Ήπια και την τελευταία σταγόνα και η κοιλιά μου είχε πρηστεί, όμως δεν ένιωθα ενυδατωμένη. Ο λαιμός μου ήταν στεγνός, τα χείλη μου στεγνά, έκλεινα τα μάτια και όπως φαντάζομαι κάποιον στην έρημο που αναζητά νερό, εγώ αναζητούσα να φτάσω στην Σίλλη, εκεί που είχα προηγουμένως περάσει και μου φώναζαν να πιώ νερό, μα εγώ δεν το χρειαζόμουν και το προσπέρασα έτσι! Τώρα το φανταζόμουν σαν όαση. Περπατούσα σαν μεθυσμένη, σαν ζαλισμένη…
Με μεγάλη δυσκολία προχωρούσα. Είχα αποσυντονιστεί, δεν ήξερα πόσο ήθελα ακόμα. Συναθλητές που με προσπερνούσανε, ρωτούσαν αν χρειάζομαι κάτι, όμως δεν ήθελα να τους στερήσω το λίγο νερό, που πιθανόν και οι ίδιοι το είχαν ανάγκη. Το μόνο που τους ρωτούσα είναι αν πλησιάζουμε στην Σίλλη… Το «ναι» μου έδινε δύναμη. Κάποια στιγμή άκουσα μακριά τον ήχο της κουδούνας. Σαν να ξύπνησα εκείνη τη στιγμή! Τα μάτια μου άνοιξαν και με μια ανάσα άρχισα να τρέχω να φτάσω στο δροσερό νεράκι. Τώρα έβλεπα μπροστά μου την πηγή, νομίζω την πήρα αγκαλιά! Τι το κεφάλι έβρεξα, τα πόδια, τα χέρια… Σχεδόν μπάνιο έκανα. Άνοιξα και το στόμα και δεν σταματούσα να πίνω. Έπινα, έπινα… Είχα γίνει μπαλόνι απ το νερό κι όμως τι παράξενο, δεν ένιωθα ακόμη ξεδιψασμένη. Το στόμα μου είχε μια στιφή αίσθηση σαν να μην είχα πιει σταγόνα, γέμισα τα μπουκαλάκια μου φρέσκο νερό και έφυγα ,δεν είχα ωραία αίσθηση όμως, ούτε και άλλη επιλογή. Συνέχισα με στόχο πια την Πρασινάδα.
Όσο περνούσε η ώρα ένιωθα δυσφορία και πόνο στην κοιλιά, καθώς και σφίξιμο στο στομάχι που σαν να δυσκόλευε την αναπνοή. Υπομονή έλεγα, έχεις περάσει και χειρότερα! Άλλωστε η Ροδόπη είναι ένα ωραίο μέρος να πεθάνει κανείς. Στον δρόμο μου προσπερνούσα φίλους συναθλητές που έβλεπα πως κι εκείνοι είχαν ρίξει τον ρυθμό τους. Τους ρωτούσα αν είναι καλά και οι περισσότεροι δήλωναν τα ίδια συμπτώματα με εμένα. Εμψυχώναμε ο ένας τον άλλον λέγοντας πως σε λίγο φτάνουμε σταθμό της Πρασινάδας.
Πλησιάζαμε πια …. Κάθε βήμα και πιο κοντά στον σταθμό Πρασινάδας, άραγε σε τι πίστευα; Πόσο μαγικά θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που ένιωθα; Ξέρω καλά πως αυτό θέλει χρόνο για να περάσει και να επιτρέψει στο σώμα να συνέλθει! Ξαναμπήκα στο σταθμό της Πρασινάδας, έχοντας μια εικόνα déjà vu, και όχι άδικα, αφού πέρασαν κάποιες ώρες μόνο που ήμουν εδώ ξανά, με άλλη διάθεση βέβαια και άλλες δυνάμεις. Έφτασα στα τραπέζια αλλά τίποτα δεν με τραβούσε να δοκιμάσω με τέτοιο στομάχι. Με το ζόρι πήρα λίγο ψωμί και κάτι ξινό όπως πορτοκάλι, πήρα κι ένα τζελάκι για αργότερα, μήπως και στις μεγάλες ανηφόρες του Θεολόγου μου φαινόταν χρήσιμο, καθώς δεν συνηθίζω να καταναλώνω τέτοια σκευάσματα!

18237800_10212080024656544_3259925262806697297_o
Πήρα τον κατήφορο απ την Πρασινάδα κι άφησα το σώμα μου να κυλάει μηχανικά. Προσπαθούσα να κινώ ελάχιστα το πάνω μέρος του σώματος, μήπως και συνέλθω κάπως. Με βοήθησαν οι ευθείες και οι μικρές κατηφορικές κλίσεις μέχρι το Μύλο, αλλά αντιλαμβανόμουν ότι δεν πήγαινα και τόσο καλά, αφού κάθε τόσο κάποιος με προσπερνούσε. Συνέχιζα και πίστευα πως χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμα το σώμα προκειμένου να νιώσει καλύτερα, αφού του έχω δώσει υγρά…. Άλλωστε στην ανηφόρα του Θεολόγου θα το χρειαζόμουν να είναι καλύτερα ,τώρα απλά κινούσα τα πόδια χωρίς έντονη καρδιοαναπνευστική προσπάθεια. Συνέχισαν να με προσπερνούν συναθλητές μου και κάθε φορά προσπαθούσα να ακολουθήσω τα δικά τους βήματα προκειμένου να βρω ένα ρυθμό. Κοιτούσα κάτω και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι την απαίσια αίσθηση που είχα στο στομάχι. Ξαφνικά το πόδι μου άγαρμπα καθώς κινούμουν κλώτσησε μια φυτεμένη πέτρα και κάποια από τα νύχια μάλλον πόνεσαν περισσότερο, τόσο που το μυαλό ξέχασε το στομάχι! Τελικά όλα είναι στο μυαλό; Τουλάχιστον αρκετά απ αυτά προσπερνιούνται με το μυαλό, απ ότι φαίνεται.


Πέρασα τα άχαρα κομμάτια από το Μύλο μέχρι την Τάλια, με μοναδική εξαίρεση το όμορφο δασωμένο κομμάτι στην Αγία Βαρβάρα, που αν και ανηφορικό, έδινε μια αίσθηση ανακούφισης, κυρίως απ τη δροσιά. Στην Τάλια μπήκα με ανακούφιση και περπάτησα ξανά μες στα ρυάκια. Ένιωσα τα πόδια μου να ξαναγεννιούνται! Μερικές γλυκές ευθείες ακόμα μέσα στο παραποτάμιο δάσος του Βαθυρέματος και το τελευταίο σκιερό ρυάκι μετά την παλιά πέτρινη γέφυρα, που σηματοδοτεί την αρχή της ανηφόρας του Θεολόγου! Εδώ χρειάστηκα κι άλλες δυνάμεις πέρα απ αυτές που μου απέμεναν. Το μπατόν έγινε το τρίτο μου χέρι και το τρίτο μου πόδι. Αποδείχτηκε σωτήριο! Η κλίση μου φάνηκε τεράστια, ειδικά στην αρχή της ανηφόρας. Η ζέστη ατελείωτη, αν και στο δάσος μέσα και στη σκιά. Ατελείωτος Θεολόγος! Στροφή μετά τη στροφή κι ο ένας ανήφορος διαδεχόταν τον άλλον. Σήκωνα κάθε τόσο το κεφάλι να δω τι γίνεται, λες και δεν ήξερα τι με περίμενε. Μα έτσι γίνεται πάντα όταν το βάσανο δεν τελειώνει. Γυρεύεις την ελπίδα, μάταια… Ξαφνικά, στη μέση του μονοπατιού μια καρδιά, φτιαγμένη με πέτρες! Ποιος σχεδίασε μια καρδιά με πέτρες; Ήταν αθλητής ή πεζοπόρος; Για ποιον τη σχεδίασε; Το μυαλό αφυπνίστηκε απ τη νάρκη της ανηφόρας. Την προσπέρασα και κόλλησα στη σκέψη της καρδιάς. Να είναι καλά όποιος την έφτιαξε πάντως, γιατί με βοήθησε να ξεπεράσω αρκετά επίπονα λεπτά της ώρας, με το μυαλό μου να ταξιδεύει αλλού! Με τις σκέψεις αυτές βγήκα στο τέλος στο ξέφωτο του Θεολόγου, στο τέρμα της ανηφόρας, όπου στο κιόσκι ήταν δυο νεαρά παιδιά που με ενθάρρυναν με το χαμόγελό τους να συνεχίσω.
Πέρασα απ το μυαλό μου εκείνα τα τρία χιλιόμετρα που με χώριζαν απ το επόμενο checkpoint, αυτό του Λειβαδίτη. Το περίμενα πώς και πώς, για να μπω στον επίλογο αυτού του βασανιστηρίου! Θαμνότοποι, ξανά δάσος, ένα-δυο όμορφα ρυάκια, εκείνη η περίεργη και εντυπωσιακή γέφυρα με τα σανίδια πάνω στους κορμούς και μετά, ο σύντομος αλλά απότομος ανήφορος για το Λειβαδίτη. Ένιωθα καλύτερα τώρα! Μπορεί κι απ τη σκέψη ότι πλησιάζω πια. Η μαγκούρα μου με βοήθησε να ξεπεράσω κι αυτό το τελευταίο εμπόδιο. Εκεί στις τεράστιες οξιές έβλεπα ανάμεσά τους το φως απ τον ουρανό που μου έδειχνε ότι φτάνω επιτέλους! Και ναι, προσπέρασα τα τελευταία κλαδιά και να το ξέφωτο με το κιόσκι και το σταθμό! Ο Αποστόλης και η Κατερίνα από το Mythical με υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Μαζί και η γλυκιά Δέσποινα. Νερόοοο… Φέρτε μου νερό παρακαλώ!

18278089_10212892783895119_4758115694265798913_o
Μου έμειναν τα τελευταία εφτά χιλιόμετρα του χωματόδρομου. Εύκολη υπόθεση, σκέφτεσαι όταν είσαι μακριά απ αυτό. Όταν όμως είσαι εκεί, δεν λένε να τελειώσουν με τίποτα! Έκανα κουράγιο και προχώρησα. Λίγο τρέξιμο στις ευθείες, λίγο περπάτημα στον ανήφορο και τα χιλιόμετρα έφευγαν. Έβλεπα στο μυαλό μου τη στιγμή που θα σταματούσα στις κουδούνες, εκεί στον τερματισμό. Κι έβλεπα και το ρολόι μου. Θα προλάβαινα τις 14 ώρες; Ποιος ξέρει… Σιγά-σιγά, έφευγε η απόσταση αλλά έφευγε και η μέρα μαζί της. Κόντευε πια το σούρουπο. Έφτασα στην τελευταία μεγάλη ευθεία πριν το Δασικό Χωριό! Το κατάλαβα! Το μαρτύριο τελείωνε. Ξανακοίταξα το ρολόι μου. Ναι, το είχα το 14. Δυο φίλοι περίμεναν έξω από το φράκτη και ενθάρρυναν όσους τερμάτιζαν. Τρέξε, μου φώναξε ο ένας! Μάζεψα ότι μου απέμενε και έστριψα, μπαίνοντας για την ευθεία του τερματισμού. Ναι, ήταν όλοι εκεί. Και μου έδωσαν το τελικό χειροκρότημα κι εμένα. Σταμάτησα στις κουδούνες για το χρέος μου! Από πάνω τους το χρονόμετρο του αγώνα έγραφε 13:58. Έκανα τρέχοντας και τα τελευταία μέτρα μέχρι την αψίδα! Ο Χρήστος με υποδέχτηκε με τη μεγάλη αγκαλιά του και το αστείρευτο χιούμορ του…
Μόλις τα είχα καταφέρει! Το ταξίδι θα συνεχιστεί…

19389614_10214017490018406_797257174_n